- ζαντεδεσχία
- (zantedeschia). Γένος σπαδικανθών φυτών της οικογένειας των αροϊδών. Περιλαμβάνει ποώδη ελόβια φυτά, των οποίων η σπάθη είναι εσωτερικά άσπρη, εξωτερικά ωχροπράσινη με μεγάλους μίσχους. Χάρη στα μεγάλα λευκά άνθη τους και στα φύλλα τους, που είναι λεία, πράσινα και μερικές φορές κατάστικτα με λευκές κηλίδες, τα φυτά αυτά προσφέρονται για τη διακόσμηση κήπων, λιμνών κλπ. Η ζ., που προέρχεται από τη νότια Αφρική, ευδοκιμεί κυρίως στις εύκρατες περιοχές, καλλιεργείται όμως και σε ψυχρότερα κλίματα σε θερμοκήπια. Η ζ. πολλαπλασιάζεται με ριζώματα. Το μοναδικό είδος του γένους αυτού είναι η ζ. η αιθιοπική, γνωστό και με την ονομασία κάλα η ελοχαρής.
Dictionary of Greek. 2013.